- διπλόσχημος
- -η, -οαυτός που έχει διπλό σχήμα, μορφή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο Λεξικόν τής Ελληνικής Γλώσσης τού Αθ. Σακελλαρίου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek